παρενοχλήσει

παρενοχλήσει
παρενόχλησις
annoyance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
παρενοχλήσεϊ , παρενόχλησις
annoyance
fem dat sg (epic)
παρενόχλησις
annoyance
fem dat sg (attic ionic)
παρενοχλέω
cause
aor subj act 3rd sg (epic)
παρενοχλέω
cause
fut ind mid 2nd sg
παρενοχλέω
cause
fut ind act 3rd sg
παρενοχλέω
cause
aor subj act 3rd sg (epic)
παρενοχλέω
cause
fut ind mid 2nd sg
παρενοχλέω
cause
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”